-
1 τσαμπί
[цамби] ουσ. о. гроздь, кисть винограда,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τσαμπί
-
2 гроздь
гроздь ж το τσαμπί \гроздь ви нограда το τσαμπί σταφυλιού, το σταφύλι* * *жτο τσαμπίгроздь виногра́да — το τσαμπί σταφυλιού, το σταφύλι
-
3 кисть
кистьж I. (гроздь) τό τσαμπί, ἡ βό· τρυς:виноградная \кисть ιό τσαμπί σταφυ-λιοῦ, ἕνα τσαμπί σταφύλι·2. (шнура и т. п.) ὁ κροσσός, ἡ φούντα, τό κρόσσι·3. (руки) ἡ ἄκρα χείρ, ἡ παλάμη·4. (для рисования) τό πινέλλο, ὁ χρωστήρ [-ας]:малярная \кисть ἡ βούρτσα. -
4 кисть
кисть ж 1) (руки ) το χέρι 2) (ягод ) το τσαμπί 3) (для краски) το πινέλο, ο χρωστή ρας малярная \кисть η βούρτσα 4) см. кисточка 2* * *ж1) (руки́) το χέρι2) ( ягод) το τσαμπί3) ( для краски) το πινέλο, ο χρωστήραςмаля́рная кисть — η βούρτσα
4) см. кисточка 2) -
5 гроздь
гроздьж τό τσαμπί, ὁ βότρυς:\гроздь винограда (ἔνα) τσαμπί σταφύλι. -
6 гроздь
-и, πλθ. грозди, -ей θ. к.гроздья, -ьев (ενκ. παλ. грозд, -а α.) τσαμπί, βότρυς•гроздь винограда τσαμπί σταφυλιού.
-
7 кисть
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. το άκρο χέρι (η παλάμη με τα δάχτυλα).2. τσαμπί, βότρυς•виноградная кисть τσαμπί σταφυλιού.
3. θύσανος, κρόσσι, φούντα.4. πινέλο, χρωστήρας• βούρτσα χρωματίσματος.5. πινελιά, δεξιοτεχνία ζωγραφική. || μεγάλη τέχνη ζωγράφου, πινέλο. -
8 кисть
1. (для нанесения краски, клея и т.п) το πινέλο, η βούρτσα (ξεν.)· белильная - για άσπρισμαволосяная - από τρίχες, τρίχινο -2. (гроздь) το τσαμπί, ο βότρυς 3. (пучок нитей, шнурков) το κρόσσι, η φούντα 4. (руки) το άκρο του χεριούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кисть
-
9 виноградный
виноград||ныйприл1. (относящийся к лозе) κλημάτινος, κληματένιος:\виноградныйная лоза τό ἀμπελοκλάδι, ἡ κλημα-τσίδα, ἡ κληματόβεργα· \виноградныйные листья τά ἀμπελόφυλλα, τά κληματόφυλλα·2. (от-носящийся к ягодам) σταφυλενιος:\виноградныйный сок ὁ χυμός τοῦ σταφυλιοῦ· \виноградныйное су́сло ὁ μοῦστος, τό γλεῦκος· \виноградныйная кисть τό τσαμπί, ὁ βότρυς· \виноградныйное виио τό κρασί, ὁ οίνος· \виноградныйный у́ксус τό σταφυλόξυδο. -
10 гроздь
[γκρόστ-] ουσ. θ. τσαμπί -
11 кисть
[κίστ'] ουσ. θ. τσαμπί, παλάμη, βούρτσα -
12 гроздь
[γκρόστ-] ουσ θ τσαμπί -
13 кисть
[κίστ'] ουσ θ τσαμπί, παλάμη, βούρτσα -
14 виноградный
επ.κλήμάτινος, -ένιος, του κλήματος•-ая лоза κληματσίδα, κληματίδα, κληματόβεργα•
-ая плантачия αμπελώνας, σταφυλίσιος• του σταφυλιού•
-ое вино σταφυλίσιο κρασί•
виноградный сок χυμός σταφυλι,ού, γλεύκος•
-ые листья κληματόφυλλα, αμπελόφυλλα•
-о6 сусло μούστος, γλεύκος•
- ая кисть ή гроздь τσαμπί σταφυλι,ού, βότρυς•
виноградный сезон η εποχή του τρύγου, ο τρύγος.
См. также в других словарях:
τσαμπί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Aγίου Αντωνίου. * * * το, Ν 1. βότρυς σταφυλιού («το κλήμα είχε πολλά τσαμπιά») 2. συνεκδ. κάθε καρπός που μοιάζει με βότρυ.… … Dictionary of Greek
τσαμπί — το σύνολο από ρώγες σταφυλιού που κρέμονται γύρω από ένα κεντρικό κοτσάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασφόδελος — Φυτό ποώδες, πολυετές, κονδυλόρριζο· ανήκει στην οικογένεια των λειλιιδών και απαντάται στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Η επιστημονική ονομασία του είναι α. ο κλαδώτης. Λέγεται επίσης και ασφόντυλος. Φέρει όλα τα φύλλα στη βάση, γραμμικά, όμοια με… … Dictionary of Greek
βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… … Dictionary of Greek
σταφυλόκοκκος — Μικρόκοκκος απειροελάχιστων διαστάσεων (1 μικρό κατά μέσο όρο), που εμφανίζεται με το μικροσκόπιο σαν τσαμπί από σταφύλια. Καμιά φορά εμφανίζεται μεμονωμένος, συνήθως όμως με τη μορφή διπλό κοκκου (μέσα σε υγρό θρεπτικού υλικού) ή σωρού (μέσα σε… … Dictionary of Greek
τσαμπάκι — (I) το, Ν [τσαμπί] υποκορ. τ. τού τσαμπί. (II) το, Ν το φυτό νάρκισσος, αλλ. ζαμπάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ζαμπάκι (< τουρκ. zambak)] … Dictionary of Greek
τσαμπαρίδι — το, Ν (διαλ. τ.) μικρό τσαμπί, τσαμπάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαμπί + υποκορ. κατάλ. άρι + υποκορ. κατάλ. ίδι] … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Agios Nikolaos (Gemeinde) — Gemeinde Agios Nikolaos Δήμος Αγίου Νικολάου (Άγιος Νικόλαος) … Deutsch Wikipedia
αλόη — Πολυετές φυτό της οικογένειας των αειλιιδών. Το γένος α. περιλαμβάνει περισσότερα από 175 είδη, ιθαγενή κυρίως των ξερών περιοχών της Αφρικής. Στην Ελλάδα είναι αυτοφυής η α. η γνήσια, καλλιεργούνται όμως και άλλα είδη. Τα είδη της α., μερικά από … Dictionary of Greek
αποσπάς — ἀποσπάς ( άδος), η (Μ) 1. αποκομμένη, αποχωρισμένη 2. ως ουσ. παραφυάδα αποκομμένη για φύτεμα, καταβολάδα 3. κομμένο σταφύλι, τσαμπί 4. παραπόταμος … Dictionary of Greek